ΣΧΟΛΙΟ

Χέρσα μου μάτια, τι αλκοολικός καιρός
με Βάγκνερ νανουρίζονται οι πρεζονόμοι
κι όλο ρωτάνε αν είναι νόμος φυσικός
να κάνει ο Χικμέτ διαδήλωση στη Ρώμη.

Πολλές οι προσλήψεις που μπορεί κάποιος να έχει από το έργο του Θάνου Μικρούτσικου που πανδήμως συνοδέψαμε στο ξόδι και στην στάχτη του. Κι αυτό είναι μια επιτυχία οριζόντια, διαταξική, ενοποιητική του δημιουργού. Του μεγαλύτερου και πιο επιδραστικού της Μεταπολίτευσης. Του ανθρώπου που όσο κι αν μεταπήδησε σε κύκλους, εργασίες πολλών αφετηριών, από το Εμπάργκο μέχρι το «Η αγάπη είναι ζάλη», είχε με αφοσιωμένο τρόπο στο νου του να μπρεχτοποιήσει (συγχωρέστε μου το ρήμα) την έντεχνη ελληνική μουσική.
Να περικλείσει στον μουσικό του κόσμο τις πιο άβαντ γκαρντ όψεις, πλάι σε έναν πυρήνα πάντα σχεδον λαικό. Να μην απομακρύνεται από την Μουσική ως στάση Πολιτική αλλά και να μην μπαίνει εμπόδιο η στράτευσή του στο να απευθυνθεί σε ευρύτερα στρώματα.
Έτσι κι αλλιώς η Μεταπολίτευση διαρκώς κινούμενη υλικά εποχή, μπορεί να σφραγίστηκε από το σπάσιμο των αποκλεισμών της εθνικοφροσύνης, δεν ήταν όμως στατικό πεδίο. Οι διεργασίες είχαν μια δυναμική που μαζί της επιδρούσε και στην συνείδηση και στις επιλογές των δημιουργών.
Και εδώ ήταν στο χέρι του καθενός. Πού θα πήγαινε; Πού θα πορευόταν;
Κι αυτός ο αθεόφοβος! Έβαλε τον κόσμο να τραγουδάει: «Πού πας γυμνός καλέ μου Μιγκέλ/γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας/
τις τεφροδόχους κλείσαν σε κρυφή σπηλιά/
και μας πουλάν ενέσεις ευθυμίας».
Και στον ίδιο δίσκο (Εμπάργκο): «Τώρα τα γυάλινά σου μάτια/
έχουν μιαν αίσθηση απορίας/
σπασμένη σε μικρά κομμάτια/
σαν κρύσταλλο άγριο της Τσεχίας».
Και απ’ τον ίδιο δίσκο να γράφει ζειμπέκικο (Πιρόγα) που χορεύαν φαντάροι και φρικιά με την λέξη Βισιγότθοι, μέσα.
Τραγούδια συχνά χωρίς ρεφρέν και χωρίς την προβλεπόμενη δομή, βρήκαν τον δρόμο για τα χείλη του μεταπολιτευτικού κόσμου. Ακόμη και η παράλογη θεματολογία του Σταυρού του Νότου ή πιο μετά αυτή των Οριζόντων, διείσδυσε στο πιο πολιτικό κλίμα της εποχής – που παράλληλα ο ίδιος δημιουργός συνδιαμόρφωνε- και έφτιαχνε εξωτικό δάπεδο για να βαδίσουν οι πιο απροσδήκητοι, δυσνόητοι στίχοι που θέλανε γλωσσάρι κι όμως θριαμβευτικά γίνανε δημοφιλείς, χωρίς να διεκδικούνται από καμία γενιά. Κάθε γενιά βρήκε την Θεσσαλονίκη ή το Κουρο Σίβο της μέχρι την επόμενη.
Η Ρόζα μπορεί να μην ήταν στον καιρό της ένα λαικό τραγούδι, όσοι κι αν το μετάπλαθε σε τέτοιο η φωνή του Μητροπάνου, με τα χρόνια όμως ακούστηκε παντού, άρα έγινε λαικό. Ίσως επειδή και ο λαικός κόσμος μετατοπίστηκε. Πάντα στο κέντρο του ο Θάνος είχε τον Μπρεχτ, την συλλογική μεταβολή. Ακόμη κι όταν έγραφε για τον έρωτα, όταν επέλεγε ερώτικο ποιήμα για να μελοποιήσει, το έβλεπε ως μέρος μια καθολικής αλλαγής. Ακόμη κι όταν απομακρύνθηκε από το στενά πολιτικό – μήπως κι αυτό δεν αλλάζε κάτω απ’ τις διεργασίες των εποχών;- επέμεινε την ρυθμολογία του στην δομή της Μουσικής του, στον εμπλουτισμό των ορχηστρών με όργανα που άνετα θα υποστήριζαν συμφωνικά έργα, με μανία στα πνευστά (ακούστε ξανά το σαξόφωνο στο Η Αγάπη είναι Ζάλη). Κράτησε ψηλά τον πήχη στους στιχουργούς του. Κάτι που τον πήγαινε στα πιο απαιτητικά κοινά, στους τρελούς που ξέρανε την Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ, την πληγωμένη ανδιοτελή Αριστερά που βρήκε απάγκιο στα Πολιτικά Τραγούδια, στην Καντάτα για την Μακρόνησο ή στα Τροπάρια για Φονιάδες, στον κόσμο που πήγε να δει την Αλίκη και τον Βλάση στο θέατρο (Βίκτωρ και Βικτώρια), στην καμπή των 80s με το Όλα από χέρι καμένα (έπεται το 89 και οι τρύπιες από σφυροδρέπανα σημαίες κατά του Τσαουσέσκου και της ΕΣΣΔ).
Εξάλλου με τρία χρόνια διαφορά και με την βοήθεια του Τριπολίτη η ίδια γενιά ίσως και η προηγούμενη τραγούδαγε το Ανεμολόγιο. Η ίδια που πια με το πτυχίο της έχτιζε το πρώτο μεγάλο ξεχείλωμα της Αττικής, με μεζονέτες. Αυτό το τελευταίο δεν σημαίνει πως τα τραγούδια ανήκαν κατ΄αποκλειστικότητα στους τότε σαραντάρηδες της αντιδικτατορικής πάλης που είδαν το φως το αληθινό των ευρωπαικων πακέτων και της γιάπικης (τότε) κανονικότητας του λακόστ και του ΚΛΙΚ. Εξάλου κάθε γενιά είναι πολλά πρόσωπα και μόνον ένα γεγονός είναι αυτό που κάποτε την ενοποιεί (πχ. η Εξεγερση του Πολυτεχνείου) για να χαθεί μετά στις ταξικές και πολιτιστικές διαστρωματώσεις. Μιλώ για το τριήμερο του Πολυτεχνείου που έσωσε την αξιοπρέπεια ενός λαού. Η Γενιά εκείνη ήταν και ο μετά μεταμελημένος πασοκάνθρωπος που μειδιούσε με το μητσοτάκ του σαββόπουλου ήταν και οι ανώνυμοι αγωνιστές που σιωπηρά ακούγαν το Ανεμολόγιο χωρίς να αλλάξουν όνειρα και χωρις να σταματήσουν να κοιτάνε απ’ το παράθυρο του κελιού.
Τον Θάνο η γενιά μου, σαράντα κάτι, τον είδε, τον απόλαυσε, τον χόρτασε καταρχάς στις συναυλίες, στα ανοιχτά θέατρα, στα φεστιβάλ, στην Σφεντόνα τέλη 00s. Εκεί που ο δημιουργός μπορούσε να κάνει μια πρώτη γενναία σύνοψη του έργου του και βοηθούσε η άχρονη φωνή του Β. Παπακωνσταντίνου. Είχαμε μπει πια στο ήθος των σαχλών έντεχνων σκηνών με τα ξηροκάρπια, τα τίμπερλαντ, το ακίνητο κοινό που δεν χόρευε και μάλωνε για το πάρκινγκ. Ο Θάνος και οι δημιουργοί που πάλευαν να παίξουν στα λάιβ της Αθήνας ήταν πια ενότητες στο Αθηνόραμα. Κι όμως αργά τον έβλεπες να χτυπιέται παίζοντας και τραγουδώντας το Επτά Νάνοι, το Ανεμολόγιο ή το Κακοήθες Μελάνωμα για τον στοχαστή που έπεσε απ’ το μπαλκόνι. Για να καταλάβεις, πως το κέντρο του σπαρακτικά δεν είχε χαθεί. Μπορεί το έργο να είχε γίνει δάνειο- και μόνον δάνειο- των πιο αλλότριων κοινών, ήταν όμως ο πιο διαλεκτικός συνθέτης, ο μουσικός που έφερε τον Χικμέτ και τον Μπίρμαν στα στόματα του κοινού. Ακόμη και το σερφάρισμα του στον Ρεαλισμό, κόμισε ένα νέο ήθος. Εργάστηκε έντιμα, ακέραια, πάνω στην ρωγμή που του παραδόθηκε. Και έβαλε στα σπίτια την πιο συνταρακτική Ποίηση. Δεν σταμάτησε να γράφει. Σαν να είχε βρεί ο Κινητήρας της νεότερης Ιστορίας (οι αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματά της) τον επίμονο ραψωδό της. Παράλληλα δεν σταμάτησε να εργάζεται πάνω σε μέρος του έργου του. Αυτό που εσχάτως, στα τελευταία του γενναιόδωρα, ανασύνθεσε για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ με σπουδαίες συναυλίες (Καντάτα, Σπουδή) ή για ημερίδες για τον Μπρεχτ, τον Χικμέτ κτλ. Ο Θάνος μελοποιήσε τις ιδέες του. Ο Θάνος σκελετωμένος έπαιζε με το ίδιο πάθος το Ανεμολόγιο. Αυτός εκεί ήταν, εσείς είχατε αλλάξει. Α, θυμάμαι!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Ατζέντα